- κυματοαγεῖς
- κῡματοᾱγεῖς , κυματοαγήςbreaking like wavesmasc/fem acc plκῡματοᾱγεῖς , κυματοαγήςbreaking like wavesmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυματοαγής — κυματοαγής, ές (Α) αυτός που εκδηλώνεται ή ξεσπά σαν το κύμα («δεινοὶ κυματοαγεῑς ἆται», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + αγής (< ἀγή «σπάσιμο» < ἄγνυμι «σπάζω»)] … Dictionary of Greek